- μεγαλάμφοδος
- μεγᾰλ-άμφοδος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλάμφοδος — μεγαλάμφοδος, ον (Α) αυτός που έχει ευρύχωρους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἄμφοδος «μεγάλη οδός»] … Dictionary of Greek
μεγαλάμφοδος — with spacious ways masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλαμφόδου — μεγαλάμφοδος with spacious ways masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek